- ποντογενής
- -ές, θηλ. και ποντογένεια, ποιητ. τ. θηλ. ποντογενείη, Α1. αυτός που γεννήθηκε στη θάλασσα2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ποντογένεια και Ποντογενείηπροσωνυμία τής Αφροδίτης επειδή αναδύθηκε από τη θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο-γενής].
Dictionary of Greek. 2013.